- Καρμάνορα
- Καρμάνωρmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αλιάκμων — Ποτάμιος θεός, γιος του Ωκεανού και της Τηθύας ή του Παλαιστίνου, γιου του Ποσειδώνα και της Πιερίας. Όταν ο Παλαιστίνος πληροφορήθηκε τον φόνο του Α. σε κάποια μάχη, έπεσε στον ποταμό Κονασό που μετονομάστηκε Παλαιστίνος (σήμερα Στρυμόνας).… … Dictionary of Greek
Απολλωνία — I Ονομασία γιορτής στην αρχαία Ελλάδα και αθλητικών αγώνων στη Ρώμη. 1. Εξιλαστήρια γιορτή που τελούσαν στη Σικυώνα προς τιμήν του Απόλλωνα και της Άρτεμης και σε ανάμνηση της απαλλαγής των κατοίκων της από λοιμό που είχε ενσκήψει στην πόλη όταν… … Dictionary of Greek
Κάρμη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Εύβουλου και εγγονή του Καρμάνορα, ιερέα από την Κρήτη, ο οποίος είχε εξαγνίσει τον Απόλλωνα μετά τον φόνο του Πύθωνα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση ήταν κόρη του Φοίνικα, γιου του Αγήνορα και της Κασσιόπης. Απέκτησε… … Dictionary of Greek